Novartis: Σκευωρία της κυβέρνησης «βλέπουν» στα πορίσματα τους ΝΔ – Δημοκρατική Συμπαράταξη

Για σκευωρία της κυβέρνησης όσον αφορά την υπόθεση της Novartis κάνουν λόγο στα πορίσματα τους ΝΔ και Δημοκρατική Συμπαράταξη.

«Η σκευωρία έχει αποκαλυφθεί, ο ελληνικός λαός γνωρίζει.
Το σχέδιο έχει ήδη καταρρεύσει και αποκαλύψει το απεχθές πρόσωπο της συκοφαντίας, της συνομωσίας και της σπίλωσης που χαρακτηρίζει την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ» αναφέρουν οι βουλευτές της ΝΔ, μέλη της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης για τη NOVARTIS στο πόρισμα τους ενώ και ο Θ. Παπαθεοδώρου από τη ΔΗΣΥ υποστηρίζει στο δικό του πόρισμα πως «η σπουδή με την οποία κατέληξε η επιτροπή στη δήθεν αναρμοδιότητα εντείνει την εικόνα της σκευωρίας και των κατασκευασμένων κατηγοριών εναντίον των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης».

Το πόρισμα της Νέας Δημοκρατίας

«Η σκευωρία έχει αποκαλυφθεί, ο ελληνικός λαός γνωρίζει, το σχέδιο έχει ήδη καταρρεύσει και αποκαλύψει το απεχθές πρόσωπο της συκοφαντίας, της συνομωσίας και της σπίλωσης που χαρακτηρίζει την Κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ» αναφέρουν οι βουλευτές της ΝΔ, μέλη της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης για τη NOVARTIS στη δική τους πορισματική έκθεση.

Η αποχώρηση

«Με ευθύνη της κυβερνητικής πλειοψηφίας, η Προανακριτική Επιτροπή επέλεξε συνειδητά να μην εξετάσει την υπόθεση. Αποφάσισε να μην εξετάσει μάρτυρες, να μην διερευνήσει τα πραγματικά γεγονότα, μη επιτρέποντας την αποκάλυψη της αλήθειας» αναφέρει η ΝΔ στο πόρισμά της και τονίζει: «δεν υφίσταται προηγούμενο, όπου το σύνολο της Αντιπολίτευσης, αλλά και το σύνολο των εμπλεκομένων πολιτικών προσώπων, να ζητούν από επιτροπή που ελέγχεται από την κυβερνητική πλειοψηφία να προχωρήσει στην διερεύνηση υποθέσεως και αυτή να το αρνείται» και συνεπώς «με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή κατέστη οργανικό μέρος της εξυφανθείσας από την κυβέρνηση σκευωρίας για τη σπίλωση των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης».

Δεν προκύπτουν ενδείξεις

Ως προς την ουσία της υπόθεσης, οι βουλευτές της ΝΔ αναφέρουν ότι «δεν προέκυψαν, από την διαδικασία, ενδείξεις τέλεσης οποιουδήποτε αδικήματος των αναφερόμενων πολιτικών προσώπων. Εξάλλου, ουδέν αποδεικτικό στοιχείο σχετικό περιέχεται στη σχετική δικογραφία, πέραν των τριών μαρτυρικών καταθέσεων προσώπων – εμφανιζόμενων ως προστατευόμενων -, καταθέσεις που δεν έχουν ελεγχθεί είτε από τη Δικαιοσύνη, είτε από την Προανακριτική Επιτροπή και που από μόνες τους έχουν μηδενική αποδεικτική αξία, ως σαφώς ορίζει η Δικονομία. Ειδικώς δε, για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, στην υπό αξιολόγηση δικογραφία, δεν υφίσταται το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο ούτε καν στις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων και εν γένει η παραμικρή έστω και ελάχιστη ένδειξη τελέσεώς του».

Οι βουλευτές της ΝΔ επισημαίνουν ότι «στην πρόταση των ΚΟ ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν υπάρχει περιγραφή συγκεκριμένων πράξεων προς εξέταση ανά εξεταζόμενο πρόσωπο, διότι, ελλείψει συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων, ούτε οι ίδιοι οι προτείνοντες την σύσταση της Επιτροπής απετόλμησαν κάτι σχετικό. Αντίθετα, η πρόταση αναφέρεται σε κατηγορίες αδικημάτων (απιστία, δωροδοκία, δωροληψία, νομιμοποίηση), γενικά και χωρίς να αναφέρει πουθενά συγκεκριμένη πράξη που θα συγκροτούσε την αντικειμενική υπόσταση κάποιου εκ των προαναφερθέντων αδικημάτων».

Η αρμοδιότητα

Ως προς το ζήτημα της αρμοδιότητας, οι βουλευτές της ΝΔ αναφέρουν ότι η πλειοψηφία της Επιτροπής αρνήθηκε να εξετάσει την ουσία της υποθέσεως παρά την πάγια νομολογία των Δικαστηρίων επί του θέματος, διότι δήθεν αν το έπραττε κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην εξάλειψη του αξιοποίνου. «Δηλαδή, ενώ η εισαγγελέας Διαφθοράς διαβιβάζοντας τη δικογραφία στη Βουλή και ταυτοχρόνως κρατώντας το μέρος της που αφορούσε το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, για το οποίο μάλιστα έχει ήδη ασκήσει προανακριτικές πράξεις εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 86 του Συντάγματος και αναγνώρισε την αρμοδιότητα της Βουλής, ενώ η πλειοψηφία εφάρμοσε με την σειρά της το άρθρο 86 του Συντάγματος, προτείνοντας αρχικά και εν συνεχεία συγκροτώντας την επιτροπή, εν συνέχεια απεφάνθη, παρά την ενιαία νομολογία των Δικαστηρίων ότι δήθεν δεν έχει αρμοδιότητα και δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 86» σημειώνει η ΝΔ και υπογραμμίζει ότι έτσι «δεν εξέτασε καν, αν υπάρχουν έστω ελάχιστες ενδείξεις για την ύπαρξη αξιοποίνων πράξεων. Και αρνήθηκε να το κάνει, διότι αν το έκανε θα αποκαλυπτόταν η σκευωρία, τα ψεύδη, οι ψευδομαρτυρίες, τα χαλκεία της Κυβέρνησης» και η πλειοψηφία «πανικόβλητη, κρύφτηκε πίσω από την δήθεν αναρμοδιότητά της, αποκαλύπτοντας όμως τον οργανικό της ρόλο στην κυβερνητική σκευωρία.

Η εξάλειψη του αξιόποινου της απιστίας

Για το ζήτημα της εξάλειψης του αξιόποινου της απιστίας, η ΝΔ τονίζει ότι «η κρίση περί εξάλειψης του αξιοποίνου της απιστίας, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο της υποθέσεως, εξυπηρέτησε τη σκοπιμότητα της απαλλαγής του μόνου πραγματικά εμπλεκομένου Κουρουμπλή».

Παραπομπή στη Δικαιοσύνη

Για την επαναδιαβίβαση της δικογραφίας στη Δικαιοσύνη, η ΝΔ επισημαίνει ότι το Σύνταγμα, άρθρο 86 παρ 4, προβλέπει συγκεκριμένη διαδικασία διαβίβασης της υπόθεσης στη Δικαιοσύνη, διαδικασία που η πλειοψηφία δεν εφαρμόζει. Επικαλείται μάλιστα όσα έχει δηλώσει ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Παρασκευόπουλος, στη συνεδρίαση της 9ης Μαρτίου 2018. «Τι θα πει, εμείς θα παραπέμψουμε την υπόθεση στη Δικαιοσύνη; Η μία εξουσία παραπέμπει στην άλλη; Έχει τέτοια αρμοδιότητα να παραπέμψει την υπόθεση στη Δικαιοσύνη; Δίκιο έχετε. Διαπιστωτική θα είναι η κρίση μας. Η Δικαιοσύνη έχει αρμοδιότητα και το σωστό ρήμα θα είναι να πούμε ότι διαπιστώνεται» ανέφερε τότε ο κ. Παρασκευόπουλος.

«Η Προανακριτική Επιτροπή απλώς θα διαπιστώσει την αναρμοδιότητα της Βουλής και δε θα διαβιβάσει την υπόθεση στη Δικαιοσύνη, όπως για επικοινωνιακούς λόγους επικαλείται η πλειοψηφία» συμπεραίνει η ΝΔ.

«Η όλη υπόθεση σύστασης και λειτουργίας της Επιτροπής απεδείχθη ότι ήταν μια συντονισμένη προσπάθεια σπίλωσης πολιτικών αντιπάλων, χωρίς ποτέ να κληθούν μάρτυρες, να εξεταστεί το υλικό και να δοθεί στα εμπλεκόμενα πρόσωπα η δυνατότητα να απαντήσουν επί της ουσίας των υποτιθέμενων κατηγοριών (οι οποίες όπως προαναφέραμε, ποτέ δεν προσδιορίστηκαν)» αναφέρει η ΝΔ και καταλήγει:

«Η διαχείριση της υπόθεσης από την κυβέρνηση, με την ενεργό σύμπραξη της κυβερνητικής πλειοψηφίας, συνιστά υλοποίηση ενός σχεδίου σπίλωσης των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης, το οποίο κατέπεσε, ελλείψει οιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου, αφήνοντας τους σκευωρούς εκτεθειμένους απέναντι στο Σύνταγμα, τον Ποινικό Δικαστή και κυρίως απέναντι στον Λαό μας.

Αφού πρώτα εφάρμοσαν τις διατάξεις του Συντάγματος για την ευθύνη των υπουργών, αφού έστησαν κάλπες σπιλώνοντας τους πολιτικούς τους αντιπάλους, εν συνέχεια, αρνήθηκαν να εξετάσουν την ουσία της υποθέσεως, παρά την επίμονη αίτηση του συνόλου της Αντιπολιτεύσεως και των εμπλεκομένων προσώπων, δήθεν για να αποφύγουν την εξάλειψη του αξιόποινου αν και άριστα γνώριζαν ότι η διαπίστωση αυτή έπεται της διερευνήσεως της ουσίας της υποθέσεως. Και αυτό το έκαναν για να μην αποκαλυφθεί η σκευωρία και για να παραμένουν ανυπεράσπιστοι οι πολιτικοί τους αντίπαλοι.

Η σκευωρία όμως έχει αποκαλυφθεί, ο ελληνικός λαός γνωρίζει, το σχέδιο έχει ήδη καταρρεύσει και αποκαλύψει το απεχθές πρόσωπο της συκοφαντίας, της συνομωσίας και της σπίλωσης που χαρακτηρίζει την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ».

Το πόρισμα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης

Αντίθετος με το πόρισμα της πλειοψηφίας, σύμφωνα με το οποίο η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης για την υπόθεση είναι αναρμόδια να προχωρήσει σε έρευνα, δηλώνει το μέλος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης στην Επιτροπή Θεόδωρος Παπαθεόδωρου. Στο πόρισμά του που κατατίθεται σήμερα ο κ. Παπαθεοδώρου κατηγορεί την πλειοψηφία ότι «η σπουδή με την οποία κατέληξε στη δήθεν αναρμοδιότητα εντείνει την εικόνα της σκευωρίας και των κατασκευασμένων κατηγοριών εναντίον των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης, εφόσον η πλειοψηφία αρνήθηκε εξαρχής να επιληφθεί ακόμα και της προδικασίας, ώστε αν τελικά οδηγείτο στη διάγνωση της αναρμοδιότητας να είχε ελέγξει πρώτα την εγκυρότητα των καταθέσεων των αποκαλούμενων “ανωνύμων” μαρτύρων, οι οποίοι κατηγορούνται από όλα ανεξαιρέτως τα αναφερόμενα πρόσωπα για απόλυτα ψευδείς, συκοφαντικές και δικονομικά άκυρες μαρτυρικές καταθέσεις».

Ο κ. Παπαθεοδώρου σημειώνει ότι το πόρισμα της πλειοψηφίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ των μελών της Επιτροπής βρίσκει απολύτως αντίθετη τη Δημοκρατική Συμπαράταξη από συνταγματικής, ποινικής και πολιτικής πλευράς.

Έρευνα σε βάθος

Ο βουλευτής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης σπεύδει εκ προοιμίου να επισημάνει ότι «κατά το Σύνταγμα, βασική αποστολή και κύρια αρμοδιότητα αυτής της Επιτροπής δεν είναι μόνο η υποβολή πρότασης προς την Ολομέλεια της Βουλής για άσκηση, ή μη, ποινικής δίωξης κατά των αναφερομένων πολιτικών προσώπων, αλλά, πρωτίστως, η ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης» και συνεπώς η ουσιαστική άσκηση, από την Επιτροπή, του συνόλου των εισαγγελικών αρμοδιοτήτων που αυτή έχει.

«Με την έναρξη των εργασιών της Επιτροπής, η κυβερνητική πλειοψηφία επέμεινε συστηματικά στον περιορισμό της συζήτησης στην πρόταση των βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και όχι στην εκτέλεση της εντολής που η Επιτροπή είχε λάβει με την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής» περιγράφει ο κ. Παπαθεοδώρου και προσθέτει: «Ενώ η απόφαση της Ολομέλειας της 21ης Φεβρουαρίου όριζε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για την ενδεχόμενη τέλεση των αδικημάτων της δωροληψίας και δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, η κυβερνητική πλειοψηφία επέμεινε, κατά την πρότασή της, να ερευνηθεί η αρμοδιότητα της Βουλής να διερευνήσει σε επίπεδο προκαταρκτικής εξέτασης διώξεις για τα προαναφερθέντα αδικήματα και σε περίπτωση αρνητικής απάντησης να επιβεβαιωθεί η αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης, η οποία όμως έχει ήδη κρίνει ότι η αρμοδιότητα ανήκει στη Βουλή προς την οποία διαβίβασε τη δικογραφία, με εξαίρεση την πιθανή τέλεση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων, για την οποία και προβαίνει σε ερευνητικές ενέργειες χωρίς να αναμένει οποιοδήποτε πόρισμα της Επιτροπής και οποιαδήποτε απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής. Η αρμοδιότητα και βεβαίως η δικαιοδοσία της τακτικής ποινικής δικαιοσύνης δεν κρίνεται από τη Βουλή και τις επιτροπές της, όπως και το αντίστροφο».

Όπως εξάλλου τονίζει, «σε αλλεπάλληλες συνεδριάσεις, η πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ των μελών της Επιτροπής αρνήθηκε να επιληφθεί της προδικασίας, να ασκήσει ουσιαστικά τα εισαγγελικά της καθήκοντα, να εξετάσει τους τρεις ανώνυμους και άλλους μάρτυρες σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ΚΠΔ και τελικά να διερευνήσει σε βάθος την υπόθεση σε συνθήκες νομιμότητας και διαφάνειας. Λειτούργησε παρελκυστικά ως προς τον προγραμματισμό και την οργάνωση των εργασιών, επαναφέροντας συνεχώς και μονοδιάστατα το ζήτημα της διερεύνησης της αρμοδιότητας της Επιτροπής, υιοθετώντας μια ερμηνεία σκοπιμότητας απολύτως στενή και ευθέως αντίθετη προς τη πάγια νομολογία των τακτικών ποινικών δικαστηρίων και του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86, καθώς και των δικαστικών τους συμβουλίων, όπως και προς την πάγια κοινοβουλευτική πρακτική».

Ως προς τα αδικήματα, ο βουλευτής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης αναφέρει ότι «αν τα αδικήματα της δωροδοκίας / δωροληψίας ως αδικήματα περί την υπηρεσία, θεωρηθεί ότι δεν έχουν τελεσθεί κατά την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων, τότε δεν πληρούται η νομοτυπική υπόσταση των σχετικών αδικημάτων, δηλαδή δεν υπάρχει καν αδίκημα προς διερεύνηση».

«Η εξαρχής μεθόδευση της πρότασης περί διερεύνησης της αρμοδιότητας της Βουλής και συγκρότησης Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προκαταρκτικής Εξέτασης -ενώ η κυβερνητική πλειοψηφία είχε την παραπάνω θέση-, δεν αποσκοπούσε παρά στην επιχείρηση σπίλωσης των αναφερόμενων στο φάκελο δέκα (10) πολιτικών προσώπων και στη συντήρηση σκιών για ωμούς πολιτικούς λόγους» σημειώνει ο κ. Παπαθεοδώρου και προσθέτει πως «η κοινοβουλευτική πλειοψηφία γνώριζε ότι η Επιτροπή θα εμποδιζόταν από την αρχή να επιληφθεί με συνθήκες διαφάνειας της προδικασίας» και «στην ουσία, για την κυβερνητική πλειοψηφία, η Επιτροπή συνεστήθη όχι για τη διερεύνηση και διαλεύκανση της αλήθειας ως προς την εμπλοκή των αναφερόμενων προσώπων στην υπόθεση Novartis, αλλά για να διενεργηθεί μεταξύ των μελών της ένας δήθεν θεωρητικός- επιστημονικός διάλογος περί του εύρους της αρμοδιότητας της Επιτροπής».

Γι αυτόν τον λόγο, αναφέρει ο βουλευτής, απορρίφθηκε η πρόταση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης για πρόσκληση μαρτύρων, εξέταση των ανώνυμων μαρτύρων ενώπιον της Επιτροπής, αναζήτησή και ανάγνωση εγγράφων και διενέργεια επί της ουσίας προανακριτικού χαρακτήρα πράξεων, με το σκεπτικό ότι πρώτα πρέπει «να αποφασίσει η Επιτροπή επί του ζητήματος της αρμοδιότητας».

Η αποχώρηση

«Μετά από αυτή την εξέλιξη, η αποχώρησή μας από την Επιτροπή, όπως και όλων των μελών – βουλευτών προερχόμενων από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ήταν η μόνη ενδεδειγμένη πολιτική πράξη για την καταγγελία της παραπάνω μεθόδευσης και της προειλημμένης απόφασης της πλειοψηφίας να οδηγήσει τις συνεδριάσεις της Επιτροπής στο αδιέξοδο της αναρμοδιότητας. Η θέση μας αυτή επιβεβαιώθηκε από το γεγονός ότι, στη συνέχεια, η πλειοψηφία συνεδριάζουσα “εν ολομελεία συγκυβέρνησης” ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κατέληξε σε μία διάγνωση πολιτικής σκοπιμότητας περί αναρμοδιότητας της Επιτροπής να διερευνήσει την ενδεχόμενη τέλεση αδικημάτων από τα αναφερόμενα πρόσωπα» εξηγεί ο κ. Παπαθεοδώρου για την αποχώρηση από την Ειδική Επιτροπή.

«Είχαμε καταγγείλει εξαρχής και σταθερά αυτή τη διαφαινόμενη εξέλιξη σκοπιμότητας και ευτελισμού των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, αναδεικνύοντας το γεγονός ότι η παράλειψη ουσιαστικής εξέτασης της υπόθεσης, ενώ είχε συσταθεί η Επιτροπή, θα οδηγούσε αναπόδραστα στη συγκάλυψη της υπόθεσης, στη συντήρηση των αμφιβολιών και των σκιών εναντίον των πολιτικών αντιπάλων των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και στην αποστέρηση από τα αναφερόμενα πρόσωπα του δικαιώματος στο «φυσικό δικαστή», ώστε να λάμψει η αλήθεια. Γι αυτόν τον λόγο είχαμε διεκδικήσει από την πρώτη στιγμή να έρθουν όλα στο φως με την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης και χωρίς επίπλαστα δικονομικά προσκόμματα» αναφέρει ο κ. Παπαθεοδώρου και προσθέτει ότι το αδιέξοδο της αναρμοδιότητας ισοδυναμεί με τη συγκάλυψη της αλήθειας και τον πολιτικά ύποπτο χειρισμό της όλης υπόθεσης.

Επίσης, χαρακτηρίζει λανθασμένη και αποπροσανατολιστική την άποψη ότι η Βουλή είναι αναρμόδια να ελέγξει και αρμόδια είναι η τακτική δικαιοσύνη, διότι το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής ορίζουν ρητά ότι εφόσον συνεστήθη η Επιτροπή με απόφαση της Ολομέλειας, ο μόνος «φυσικός» δικαστής για τα αναφερόμενα πρόσωπα και τη διερεύνηση της ενδεχόμενης τέλεσης των αδικημάτων είναι η Βουλή, το Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου και εν τελεί το Ειδικό Δικαστήριο. «Η Δικαιοσύνη απέστειλε τη δικογραφία στη Βουλή θεωρώντας ότι αυτή είχε την αποκλειστική αρμοδιότητα, όπως το Σύνταγμα ορίζει. Η αναπομπή της δικογραφίας και πάλι στη Δικαιοσύνη για τα διαλαμβανόμενα στο διαβιβαστικό της Εισαγγελέως αδικήματα -όπως λανθασμένα υποστηρίζει η κυβερνητική πλειοψηφία- είναι πράξη αντίθετη στην πάγια νομολογία που έκρινε ότι αρμοδιότητα γι αυτά έχει μόνο η Βουλή» αναφέρει ο κ. Παπαθεοδώρου και δεν παραλείπει να υπογραμμίσει ότι στο μείζον αδίκημα της απιστίας που συνδέεται και με ενδεχόμενη ζημία του Δημοσίου, «η πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ με μεγάλη άνεση αποδέχθηκε εξαρχής ότι επήλθε εξάλειψη λόγω παρόδου του προβλεπόμενου χρόνου και με τον τρόπο βεβαίως αυτόν προστατευόταν ο Υπουργός Υγείας της πρώτης περιόδου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ κ. Π. Κουρουμπλής».

Αναφέρει, εξάλλου, ότι η πλειοψηφία, ενώ ακολουθεί, υποτίθεται, το διαβιβαστικό έγγραφο της εισαγγελίας, διαφοροποιείται ως προς τη νομιμοποίηση εσόδων και τελικά ενώ γνωρίζει ότι η δικαιοσύνη δεν είναι αρμόδια για πράξεις ενδεχόμενης δωροδοκίας / δωροληψίας, εισηγείται την εκ νέου διαβίβαση της δικογραφίας για να συγκαλυφθεί η άρνησή της να καλέσει για εξέταση τους περιβόητους ανώνυμους μάρτυρες και «συνεπώς, πρόκειται για απόφαση σκοπιμότητας, συγκάλυψης και πολιτικού χειρισμού της υπόθεσης που κατέληξε σε αυτό που η κοινή γνώμη ήδη αποκαλεί “φιάσκο”, στο βαθμό που πλέον δεν τίθεται θέμα επιστροφής του φακέλου στη Δικαιοσύνη».

«Η Δικαιοσύνη διά των αρμοδίων Εισαγγελέων άρχισε και συνεχίζει να διερευνά ως έχει δικαιοδοσία και αρμοδιότητα την ενδεχόμενη τέλεση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τυχόν άλλα αδικήματα που συσχετίζονται με αυτή, χωρίς να έχει ανάγκη την άδεια της Βουλής. Για τα υπόλοιπα αδικήματα για τα οποία συνεστήθη η Επιτροπή και εμπίπτουν στα αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής, η κυβερνητική πλειοψηφία της Επιτροπής αρνήθηκε να διερευνήσει την ενδεχόμενη τέλεσή τους, να εξετάσει μάρτυρες, να διαγνώσει την αξιοπιστίας τους, να αναζητήσει και να αναγνώσει έγγραφα, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή της Novartis ή αλλοδαπών υπηρεσιών και να διενεργήσει πράξεις προανακριτικού χαρακτήρα» αναφέρει ο βουλευτής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης.